- τοκάς,-άδος
- ἡ N 3 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 2,46ibreeding stock
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
τοκάς — (I) άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α (συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.) 1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.) 3. γόνιμη, καρπερή 4. μητέρα («τοκάδα τὰν...… … Dictionary of Greek
τοκαδεία — ἡ, Α [τοκάς, άδος] αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο … Dictionary of Greek